Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιμηκύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιμηκύν|ω <-α, -θηκα> [ɛpimiˈcinɔ] VERB μεταβ

επιμηκύνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский