Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επηρεασμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επηρεασμός [ɛpirɛazˈmɔs] SUBST αρσ

επηρεασμός
Beeinflussung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский