Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαναληπτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαναληπτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpanaliptiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επαναληπτικός (που ξαναγίνεται):

επαναληπτικός
Wiederholungs-
Wiederholungskäufe αρσ πλ

2. επαναληπτικός (ανιαρός):

επαναληπτικός

Παραδειγματικές φράσεις με επαναληπτικός

(επαναληπτικός) καινοφανής αστέρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский