Ελληνικά » Γερμανικά

επαναλαμβανόμεν|ος <-η, -ο> [ɛpanalaɱvaˈnɔmɛnɔs] ΕΠΊΘ

επαναλαμβανόμενος

επαναλαμβανόμενος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
επαναλαμβανόμενος ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский