Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επαγωγικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επαγωγικ|ός <-ή, -ό> [ɛpaɣɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. επαγωγικός ΧΗΜ:

επαγωγικός
induktiv, Induktions-

3. επαγωγικός (συλλογισμός) ΜΑΘ:

επαγωγικός
induktiv, Induktions-
induktive Logik θηλ
επαγωγικός ορισμός

Παραδειγματικές φράσεις με επαγωγικός

επαγωγικός ορισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский