Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξομολογώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξομολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɔmɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ (ακούω την εξομολόγηση)

εξομολογώ κάποιον

II . εξομολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛksɔmɔlɔˈɣɔ] VERB αποθ ρήμα μεταβ εξομολογούμαι

1. εξομολογώ ΘΡΗΣΚ:

εξομολογώ τα αμαρτήματά μου

2. εξομολογώ (ομολογώ):

Παραδειγματικές φράσεις με εξομολογώ

εξομολογώ τα αμαρτήματά μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский