Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξεύρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξεύρεσ|η <-εις> [ɛˈksɛvrɛsi] SUBST θηλ

1. εξεύρεση (κάποιου πράγματος):

εξεύρεση

2. εξεύρεση (προσκόμιση):

εξεύρεση
Beschaffung θηλ
εξεύρεση κεφαλαίων
εξεύρεση χρημάτων

3. εξεύρεση (λύσης):

εξεύρεση
Finden ουδ

4. εξεύρεση (ανακάλυψη):

εξεύρεση
Entdeckung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξεύρεση

εξεύρεση κεφαλαίων
εξεύρεση χρημάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский