Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξευτελίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εξευτελί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛksɛftɛˈlizɔ] VERB μεταβ

1. εξευτελίζω (ταπεινώνω):

εξευτελίζω

2. εξευτελίζω (ντροπιάζω, αφαιρώ την αξιοπρέπεια):

εξευτελίζω

3. εξευτελίζω (τιμή, αξία):

εξευτελίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский