Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εννιαπλασιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εννιαπλασιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛɲaplasiˈazɔ] VERB μεταβ

εννιαπλασιάζω

II . εννιαπλασιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский