Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εννιάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εννιάρι [ɛˈɲari] SUBST ουδ

1. εννιάρι (τραπουλόχαρτο):

εννιάρι
Neun θηλ

2. εννιάρι (γενικότερα, σε παιχνίδι):

εννιάρι
Neuner αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский