Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτόπιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτόπισ|η <-εις> [ɛkˈtɔpisi] SUBST θηλ

1. εκτόπιση (απομάκρυνση κάποιου από τη θέση του):

εκτόπιση
Verdrängung θηλ

2. εκτόπιση (εξορία):

εκτόπιση
Verbannung θηλ

3. εκτόπιση (εξορία μεγάλου μέρους λαού):

εκτόπιση
Deportation θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский