Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτυλίσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκτυλί|σσω <-ξα, -χτηκα> [ɛktiˈlisɔ] VERB μεταβ (ξετυλίγω)

εκτυλίσσω

II . εκτυλίσσομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. εκτυλίσσομαι (εξελίσσομαι):

2. εκτυλίσσομαι (λαμβάνω χώρα: σκηνές):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский