Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτροχίαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτροχίασ|η <-εις> [ɛktrɔˈçiasi] SUBST θηλ, εκτροχιασμός [ɛktrɔçazˈmɔs] SUBST αρσ και μτφ (απρεπής λόγος, φέρσιμο)

εκτροχίαση
Entgleisung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский