Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτρέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εκτρέπω <εξέτρεψα, εκτράπηκα> [ɛkˈtrɛpɔ] VERB μεταβ

1. εκτρέπω (ακτίνα):

εκτρέπω

2. εκτρέπω (ποταμό, κυκλοφορία):

εκτρέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский