Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτραχηλίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτραχηλί|ζομαι <-στηκα, -σμένος> [ɛktraçiˈlizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εκτραχηλίζομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский