Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπόρθηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπόρθησ|η <-εις> [ɛkˈpɔrθisi] SUBST θηλ

1. εκπόρθηση (πόλης):

εκπόρθηση και μτφ
Eroberung θηλ

2. εκπόρθηση (φρουρίου):

εκπόρθηση
Stürmung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский