Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπληκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπληκτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkpliktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. εκπληκτικός (που εκπλήττει):

εκπληκτικός

2. εκπληκτικός (καταπληκτικός):

εκπληκτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский