Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπεσμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπεσμός

εκπεσμός s. ξεπεσμός

Βλέπε και: ξεπεσμός

ξεπεσμός [ksɛpɛzˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский