Ελληνικά » Γερμανικά

ε|κπέμπω <-ξέπεμψα> [ɛkˈpɛmbɔ] VERB μεταβ

1. εκπέμπω (θερμότητα):

εκπέμπω

2. εκπέμπω (ακτίνες):

εκπέμπω

3. εκπέμπω ΡΑΔΙΟΦ (από σταθμό):

εκπέμπω

4. εκπέμπω (μυρουδιά):

εκπέμπω

Παραδειγματικές φράσεις με εκπέμπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский