Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυσμένεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυσμένεια [ðizˈmɛnia] SUBST θηλ (εχθρική διάθεση)

δυσμένεια
Missgunst θηλ
πέφτω στη δυσμένεια κάποιου

Παραδειγματικές φράσεις με δυσμένεια

πέφτω στη δυσμένεια κάποιου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский