Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δυάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δυάρι [ˈðjari] SUBST ουδ

1. δυάρι (διαμέρισμα):

δυάρι

2. δυάρι (παιγνιόχαρτο):

δυάρι
Zwei θηλ
έριξε δυάρι

Παραδειγματικές φράσεις με δυάρι

έριξε δυάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский