Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διυλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διυλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðiiˈlizɔ] VERB μεταβ

1. διυλίζω (φιλτράρω):

διυλίζω

2. διυλίζω (ζάχαρη, λάδι):

διυλίζω

3. διυλίζω (αποστάζω):

διυλίζω

4. διυλίζω μτφ (εξετάζω):

διυλίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский