Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διυλιστήριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διυλιστήριο [ðiilisˈtiriɔ] SUBST ουδ

1. διυλιστήριο (πετρελαίου):

διυλιστήριο
Raffinerie θηλ
διυλιστήριο πετρελαίου

2. διυλιστήριο (πόσιμου νερού):

διυλιστήριο
Kläranlage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διυλιστήριο

διυλιστήριο πετρελαίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский