Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διπλάρωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διπλάρωμα [ðiˈplarɔma] SUBST ουδ

διπλάρωμα σε
Annäherung θηλ an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский