Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίπατος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίπατ|ος <-η, -ο> [ˈðipatɔs] ΕΠΊΘ

1. δίπατος (με δυο πάτους):

δίπατος

2. δίπατος (με δυο ορόφους):

δίπατος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский