Ελληνικά » Γερμανικά

διοργανωτής (διοργανώτρια) [ðiɔrɣanɔˈtis, ðiɔrɣaˈnɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

διοργανωτής (διοργανώτρια)
Organisator(in) αρσ (θηλ)

διοργανώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiɔrɣaˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. διοργανώνω (γενικά):

2. διοργανώνω (παράσταση, γιορτή):

διοργάνωσ|η <-εις> [ðiɔrˈɣanɔsi] SUBST θηλ

αδιοργάνωτ|ος <-η, -ο> [aðiɔrˈɣanɔtɔs] ΕΠΊΘ

οργανωτής (οργανώτρια) [ɔrɣanɔˈtis, ɔrɣaˈnɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский