Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφαίνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφ|αίνομαι <-άνηκα> [ðiaˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (γίνομαι αντιληπτός)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский