Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασυνδέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διασυνδέ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiasinˈðɛɔ] VERB μεταβ

διασυνδέω με

II . διασυνδέομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский