Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασύρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ασύρω <-έσυρα, -ασύρθηκα, -ασυρμένος> [ðiaˈsirɔ] VERB μεταβ

διασύρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский