Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακορευτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακορευτής [ðiakɔrɛfˈtis] SUBST αρσ

1. διακορευτής (άνθρωπος):

διακορευτής
Entjungferer αρσ

2. διακορευτής (περφορατέρ):

διακορευτής
Locher αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский