Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακοσάρικο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακοσάρικο [ðjakɔˈsarikɔ] SUBST ουδ

1. διακοσάρικο (200 ευρώ):

διακοσάρικο
διακοσάρικο
Zweihunderter αρσ

2. διακοσάρικο ΙΣΤΟΡΊΑ (200 δραχμές):

διακοσάρικο
διακοσάρικο
Zweihunderter αρσ

3. διακοσάρικο ΙΣΤΟΡΊΑ (200 μάρκα):

διακοσάρικο
διακοσάρικο
Zweihunderter αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский