Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακονεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διακον|εύω <-εψα> [ðiakɔˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

διακονεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский