Ελληνικά » Γερμανικά

διακονιά [ðjakɔˈɲa] SUBST θηλ

διακονιά
Bettelarmut θηλ
πέφτω στη διακονιά

διακονιά [ðiakɔˈɲa] SUBST θηλ

διακονιά
Bettelei θηλ

διακονία [ðiakɔˈnia] SUBST θηλ

2. διακονία (λειτούργημα του διακόνου):

Amt ουδ des Diakons

Παραδειγματικές φράσεις με διακονιά

πέφτω στη διακονιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский