Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαδραματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διαδραματί|ζω <-σα, -στηκα> [ðiaðramaˈtizɔ] VERB μεταβ (ρόλο)

διαδραματίζω
διαδραματίζω σημαντικό ρόλο σε κάτι

II . διαδραματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με διαδραματίζω

διαδραματίζω σημαντικό ρόλο σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский