Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάχυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάχυτ|ος <-η, -ο> [ðiˈaçitɔs] ΕΠΊΘ

1. διάχυτος (διασκορπισμένος):

διάχυτος

2. διάχυτος (ειδικά: φως):

διάχυτος
diffuses Licht ουδ

3. διάχυτος (διαδεδομένος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский