Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαψεύδω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δι|αψεύδω <-έψευσα, -αψεύστηκα, -αψευσμένος> [ðiaˈpsɛvðɔ] VERB μεταβ

1. διαψεύδω (ισχυρίζομαι ότι κάτι είναι αναληθές):

διαψεύδω

2. διαψεύδω (δημόσια):

διαψεύδω

II . διαψεύδομαι VERB αυτοπ ρήμα (αποδείχνομαι αναληθής)

Παραδειγματικές φράσεις με διαψεύδω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский