Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάχυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάχυσ|η <-εις> [ðiˈaçisi] SUBST θηλ

1. διάχυση (φωτός, θερμότητας, οσμής, αερίων):

διάχυση
Verbreitung θηλ
Ausbruch αρσ ενικ

2. διάχυση ΧΗΜ:

διάχυση
Diffusion θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский