Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαχέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αχέω <-έχυσα, -αχύθηκα, -αχυμένος> [ðiaˈçɛɔ] VERB μεταβ (οσμή, φως, θερμότητα)

διαχέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский