Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυμνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γυμνώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [jimˈnɔnɔ] VERB μεταβ

1. γυμνώνω (αφαιρώ τα ρούχα):

γυμνώνω

2. γυμνώνω μτφ (ληστεύω):

γυμνώνω

II . γυμνώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский