Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: λιμνούλα , γυμνότητα , γυμνωτής , γυμνικός , γύμνασμα , γυμνάσιο και γυμνοσάλιαγκας

λιμνούλα [limˈnula] SUBST θηλ (στον κήπο)

γυμνότητα [jimˈnɔtita] SUBST θηλ

γυμνοσάλιαγκας [jimnɔˈsaʎaŋgas] SUBST αρσ

1. γυμνοσάλιαγκας:

Nacktschnecke θηλ

2. γυμνοσάλιαγκας μτφ (κόλακας):

Kriecher(in) αρσ (θηλ)

γύμνασμα [ˈjimnazma] SUBST ουδ

γυμνικ|ός <-ή, -ό> [jimniˈkɔs] ΕΠΊΘ

γυμνωτής [jimnɔˈtis] SUBST αρσ ΗΛΕΚ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский