Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γομάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γομάρι [ɣɔˈmari] SUBST ουδ

1. γομάρι (γάιδαρος):

γομάρι
Esel αρσ

2. γομάρι (το φορτίο):

γομάρι
Ladung θηλ

3. γομάρι μτφ (άνθρωπος):

γομάρι
Rüpel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με γομάρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский