Ελληνικά » Γερμανικά

Γόμορρα [ˈɣɔmɔra]

Γόμορρα s. Σόδομα

Σόδομα και Γόμορρα [ˈsɔðɔma cɛ ˈɣɔmɔra] SUBST ουδ

Σόδομα και Γόμορρα πλ και μτφ:

Σόδομα και Γόμορρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский