Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλωσσοτρώγω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλωσσ|οτρώγω [ɣlɔsɔˈtrɔɣɔ], γλωσσ|οτρώω [ɣlɔsɔˈtrɔɔ] <-όφαγα> VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με γλωσσοτρώγω

γλωσσοτρώγω κάποιον (προκαλώ κακό)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский