Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκλάβα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκλάβα [ˈglava] SUBST θηλ μειωτ (κεφάλι)

γκλάβα
Rübe θηλ
δεν κόβει η γκλάβα του οικ
κατεβάζει η γκλάβα του οικ

Παραδειγματικές φράσεις με γκλάβα

κατεβάζει η γκλάβα του οικ
δεν κόβει η γκλάβα του οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский