Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκιουβέτσι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκιουβέτσι

γκιουβέτσι s. γιουβέτσι

Βλέπε και: γιουβέτσι

γιουβέτσι [juˈvɛtsi], γκιουβέτσι [ɟuˈvɛtsi] SUBST ουδ

1. γιουβέτσι (πήλινο σκεύος):

γιουβέτσι [juˈvɛtsi], γκιουβέτσι [ɟuˈvɛtsi] SUBST ουδ

1. γιουβέτσι (πήλινο σκεύος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский