Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαργαλιστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαργαλιστικ|ός <-ή, -ό> [ɣarɣalistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. γαργαλιστικός (που προκαλεί γαργάλισμα):

γαργαλιστικός

2. γαργαλιστικός (ελκυστικός):

γαργαλιστικός

3. γαργαλιστικός (προκλητικός, ερεθιστικός):

γαργαλιστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский