Ελληνικά » Γερμανικά

γαργαλίζω

γαργαλίζω s. γαργαλώ

Βλέπε και: γαργαλώ

γαργαλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [ɣarɣaˈlɔ], γαργαλί|ζω [ɣarɣaˈlizɔ] <-σα, -στηκα> VERB μεταβ

1. γαργαλώ:

2. γαργαλώ μτφ (ερεθίζω):

γαργαλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα> [ɣarɣaˈlɔ], γαργαλί|ζω [ɣarɣaˈlizɔ] <-σα, -στηκα> VERB μεταβ

1. γαργαλώ:

2. γαργαλώ μτφ (ερεθίζω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский