Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαργάρισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαργάρισμα [ɣarˈɣarizma] SUBST ουδ

1. γαργάρισμα (γαργάρα):

γαργάρισμα
Gurgeln ουδ

2. γαργάρισμα (κελάρυσμα):

γαργάρισμα
Plätschern ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский