Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαληνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γαλην|εύω <-εψα, -εμένος> [ɣaliˈnɛvɔ] VERB μεταβ (καταπραΰνω)

γαληνεύω

II . γαλην|εύω <-εψα, -εμένος> [ɣaliˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (καταπραΰνομαι)

γαληνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский