Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαλήνιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαλήνι|ος <-α,-ο> [ɣaˈliniɔs] ΕΠΊΘ

1. γαλήνιος (θάλασσα):

γαλήνιος

2. γαλήνιος (άνθρωπος: ατάραχος):

γαλήνιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский